- γαρνιερίτης
- Ορυκτό ένυδρο πυριτικό άλας μαγνησίου και νικελίου του τύπου (Ni, Mg)6 [(ΟΗ)6Si4Ο11]–Η2Ο. Κρυσταλλώνεται στο μονοκλινές σύστημα και τα περισσότερα κοιτάσματά του έχουν σχηματιστεί από επάλληλα λεπτά φύλλα, παρουσιάζοντας φυλλώδη υφή. Έχει χρώμα πρασινοκίτρινο έως βαθύ πράσινο, σκληρότητα στη σκληρομετρική κλίμακα των ορυκτών 2-2,5 και πυκνότητα 2,27 μέχρι 2,87 γρ./κ. εκ. Σχηματίζεται στον επιφανειακό φλοιό των πετρωμάτων που αποσαθρώνονται (π.χ. ολιβίτης και σερπενίνες). Ο γ. είναι από τις πιο σημαντικές πηγές νικελίου, με περιεκτικότητα σε νικέλιο που κυμαίνεται από 14% έως 40% του βάρους του. Κοιτάσματα γ. υπάρχουν στη Νέα Καληδονία, στη Ρωσία (Ουράλια) και στο Καζακστάν. Στην Ελλάδα βρίσκεται στη Λάρυμνα και στη Σκύρο. Ο γ. πήρε το όνομά του από τον Γάλλο γεωλόγο Τ. Γκαρνιέρ που τον ανακάλυψε στο Όρεγκον των ΗΠΑ.
Dictionary of Greek. 2013.